διπλού — (Μ διπλού) επίρρ. διπλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. διπλού προήλθε από τη γεν. του επιθ. διπλός] … Dictionary of Greek
δίπλου — διπλόω repeat pres imperat act 2nd sg διπλόω repeat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθυλένιο — Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C2Hsub4), πρώτο μέλος της σειράς των ολεφινών (βλ. λ.). Βρίσκεται ως συστατικό των φυσικών αερίων και μεταξύ των προϊόντων της πυρόλυσης του πετρελαίου. Μπορεί να παραχθεί και συνθετικά από την αιθυλική… … Dictionary of Greek
δυναμική παράλλαξη — Επαναληπτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της απόστασης και της μάζας ενός οπτικά διπλού αστέρα, συνήθως από μετρήσεις της τροχιακής περιόδου Ρ (σε χρόνια) και του φαινόμενου μέσου τροχιακού μεγέθους (l’’) και εκτίμηση της μάζας… … Dictionary of Greek
κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
диплоко́кк — а, м. мед. Род шаровидных бактерий, располагающихся попарно. [От греч. διπλου̃ς двойной и κοκκος зерно] … Малый академический словарь
ХРАМ — • Templum, называется всякое отрезанное, т. е. отделенное и очерченное место (одного корня с τέμνω, τέμενος), особенно же a) пространство, которое авгур своим посохом (lituus) обводит по небу и земле для того, чтобы в этом… … Реальный словарь классических древностей
Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι … Dictionary of Greek
Μιντάκα — ο αστρον. ονομασία τού διπλού αστέρα δ τού αστερισμού τού Ωρίωνα … Dictionary of Greek