διπλοῦ

διπλοῦ
διπλόος
twofold
masc voc sg (attic)
διπλόος
twofold
masc/neut gen sg (attic)
διπλός
masc/neut gen sg
διπλόω
repeat
pres imperat mp 2nd sg
διπλόω
repeat
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διπλού — (Μ διπλού) επίρρ. διπλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. διπλού προήλθε από τη γεν. του επιθ. διπλός] …   Dictionary of Greek

  • δίπλου — διπλόω repeat pres imperat act 2nd sg διπλόω repeat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθυλένιο — Ακόρεστος αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C2Hsub4), πρώτο μέλος της σειράς των ολεφινών (βλ. λ.). Βρίσκεται ως συστατικό των φυσικών αερίων και μεταξύ των προϊόντων της πυρόλυσης του πετρελαίου. Μπορεί να παραχθεί και συνθετικά από την αιθυλική… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική παράλλαξη — Επαναληπτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της απόστασης και της μάζας ενός οπτικά διπλού αστέρα, συνήθως από μετρήσεις της τροχιακής περιόδου Ρ (σε χρόνια) και του φαινόμενου μέσου τροχιακού μεγέθους (l’’) και εκτίμηση της μάζας… …   Dictionary of Greek

  • κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • диплоко́кк — а, м. мед. Род шаровидных бактерий, располагающихся попарно. [От греч. διπλου̃ς двойной и κοκκος зерно] …   Малый академический словарь

  • ХРАМ —    • Templum,          называется всякое отрезанное, т. е. отделенное и очерченное место (одного корня с τέμνω, τέμενος), особенно же          a) пространство, которое авгур своим посохом (lituus) обводит по небу и земле для того, чтобы в этом… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • Μιντάκα — ο αστρον. ονομασία τού διπλού αστέρα δ τού αστερισμού τού Ωρίωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”